Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχηγείο
1 item total
αρχηγείο το [arxijío] Ο39 : 1.η έδρα του αρχηγού: Εγκατέστησε το ~ του σε ένα παλιό κτίριο στην άκρη του χωριού. Έγινε σύσκεψη ανώτατων αξιωματικών στο ~. 2. (στρατ.) η διοίκηση και το επιτελείο ορισμένων στρατιωτικών υπηρεσιών: ~ στρατού / πυροβολικού / αεροπορίας / χωροφυλακής κτλ.

[λόγ. αρχηγ(ός) -είον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go