Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρχαϊστής ο [arxaistís] Ο7 : αυτός που στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο επιδιώκει τη μίμηση της γλώσσας της κλασικής αρχαιότητας.
[λόγ. < γαλλ. archaïste < archa(ïsme) = αρχα(ϊσμός) -iste = -ιστής]



