Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαϊστής
1 εγγραφή
αρχαϊστής ο [arxaistís] Ο7 : αυτός που στο γραπτό ή στον προφορικό λόγο επιδιώκει τη μίμηση της γλώσσας της κλασικής αρχαιότητας.

[λόγ. < γαλλ. archaïste < archa(ïsme) = αρχα(ϊσμός) -iste = -ιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες