Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρχαιολόγος
1 εγγραφή
αρχαιολόγος ο [arxeolóγos] Ο18 θηλ. αρχαιολόγος [arxeolóγos] Ο35 : επιστήμονας που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη των μνημείων της αρχαιότητας.

[λόγ. < ελνστ. ἀρχαιολόγος `παλαιοβιβλιοπώλης΄ σημδ. γαλλ. archéologue (< archéologie = αρχαιολογία)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες