Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρχαιογνωστικός
1 item total
αρχαιογνωστικός -ή -ό [arxeoγnostikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αρχαιογνωσία: Aρχαιογνωστικές επιστήμες.

[λόγ. αρχαιογνώστ(ης) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go