Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αρχάνθρωπος ο [arxánθropos] Ο20α : ονομασία παλαιότερων ειδών του γένους άνθρωπος: ~ των Πετραλώνων.
[λόγ. < νλατ. archanthropinae < arch- `πρωτόγονος΄ < αρχ. ἀρχ(ή) + anthrop- < αρχ. ἄνθρωπος (πρβ. το ελνστ. ἀρχάνθρωπος `ο πρωταρχικός άνθρωπος (για τον Aδάμ)΄)]