Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρτιγέννητος
1 item total
αρτιγέννητος -η -ο [artijénitos] Ε5 : (λόγ.) που έχει γεννηθεί πρόσφατα· νεογέννητος: Aρτιγέννητο βρέφος.

[λόγ. < ελνστ. ἀρτιγέννητος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go