Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρτηριοπάθεια
1 εγγραφή
αρτηριοπάθεια η [artiriopáθia] Ο27 : (ιατρ.) πάθηση αρτηρίας.

[λόγ. < διεθ. arterio- < αρχ. ἀρτηρί(α) -ο- + -pathy = -πάθεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες