Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρτεργάτρια
1 item total
αρτεργάτης ο [arterγátis] Ο10 θηλ. αρτεργάτρια [arterγátria] Ο27 : αυτός που εργάζεται σε αρτοποιείο: Εξαγγέλθηκε διήμερη απεργία των αρτεργατών.

[λόγ. αρτ(ο)- + εργάτης· λόγ. αρτεργά(της) -τρια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go