Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρρυτίδωτος
1 item total
αρρυτίδωτος -η -ο [aritíδotos] Ε5 : που δεν έχει ρυτίδες, που δε ρυτιδώθηκε. ANT ρυτιδωμένος: Πρόσωπο / μέτωπο αρρυτίδωτο. || (μτφ.): Θάλασσα αρρυτίδωτη, απόλυτα ήρεμη.

[λόγ. < ελνστ. ἀρρυτίδωτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go