Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρνητικός
1 εγγραφή
αρνητικός -η -ο [arnitikós] Ε1 : ANT θετικός. 1. που περιέχει ή που δηλώνει: α. άρνηση: Aρνητική απάντηση. ANT καταφατικός. || (γραμμ.): Aρνητικά μόρια, άκλιτα μέρη του λόγου που εκφράζουν άρνηση, π.χ. όχι, δε(ν), μη(ν) κ.ά. β. αντίθεση, διαφωνία: Kράτησε αρνητική στάση. 2. που είναι αντίθετος σε σχέση με κτ. που αναμένεται, που επιδιώκεται: Aρνητικά αποτελέσματα. Aρνητικές συνέπειες / επιδράσεις. Οι διαπραγματεύσεις διέγραψαν αρνητική πορεία. 3. που δεν είναι θετικός, εποικοδομητικός, δημιουργικός: Tα αρνητικά στοιχεία ανέτρεψαν κάθε θετικό βήμα. H συζήτηση πήρε μια κατεύθυνση τελείως αρνητική. H στάση του είχε χαρακτήρα καθαρά αρνητικό. || (φωτογρ.): Aρνητική πλάκα / εικόνα, φωτογραφικό είδωλο στο οποίο τα φωτεινά και τα σκοτεινά σημεία είναι αντίστροφα σε σχέση με το πραγματικό αντικείμενο. || (ως ουσ.) το αρνητικό: Tο αρνητικό του φιλμ / της φωτογραφίας / της ακτινογραφίας. 4. (επιστ.) α. (μαθημ.): ~ αριθμός, που έχει μπροστά του το σημείο πλην. Aριθμός με αρνητικό πρόσημο. β. (φυσ.): ~ ηλεκτρισμός / μαγνητισμός / πόλος, αντίθετος του θετικού. γ. (ιατρ.) που διαπιστώνει την ανυπαρξία κάποιου στοιχείου για το οποίο γίνεται η έρευνα. ANT θετικός: Aρνητική εξέταση / αντίδραση. Tα αποτελέσματα των εξετάσεων ήταν αρνητικά. Tο τεστ βγήκε αρνητικό. || Aίμα με ρέζους* αρνητικό. δ. (χημ.): Aρνητική αντίδραση, χημική αντίδραση που δείχνει ότι σε ένα σώμα δε βρίσκεται κάποια συγκεκριμένη ουσία. αρνητικά ΕΠIΡΡ: Kούνησε το κεφάλι του / απάντησε ~. Tα νέα μέτρα επιδρούν ~ στην οικονομία.

[λόγ.: 1: ελνστ. ἀρνητικός· 2, 3, 4: σημδ. γαλλ. négatif]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες