Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αρμαθιά
3 items total [1 - 3]
αρμαθιά η [armaθxá] Ο24 : αριθμός, σύνολο όμοιων ή ομοειδών πραγμάτων μικρών διαστάσεων, που είναι περασμένα (στη σειρά) από νήμα, σύρμα κτλ.· αρμάθα: Mια ~ κλειδιά / σύκα.

[μσν. αρμαθιά < αρμαθ(ός) -ιά < αρχ. ὁρμαθός με υποχωρ. αφομ. [o-a > a-a] ]

αρμαθιάζω [armaθxázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω αρμαθιές: ~ τα σύκα / τα φύλλα του καπνού.

[μσν. αρμαθιάζω < αρμαθ(ιά) -ιάζω (πρβ. ελνστ. ή μσν. ὁρμαθίζω)]

αρμάθιασμα το [armáθxazma] Ο49 : η ενέργεια του αρμαθιάζω: Tο ~ των φύλλων του καπνού.

[αρμαθιασ- (αρμαθιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go