Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστούχος
1 εγγραφή
αριστούχος -ος / -α -ο [aristúxos] Ε14 : α.που πρωτεύει, που παίρνει το βαθμό άριστα σε εξετάσεις, σε διαγωνισμούς: Ο Γιώργος είναι ~ μαθητής. β. που πήρε απολυτήριο, ενδεικτικό, πτυχίο με το βαθμό άριστα: ~ φιλόλογος / μαθηματικός / φυσικός. || (ως ουσ.) ο αριστούχος, θηλ. αριστούχος: Σε ειδική τελετή επιδόθηκαν βραβεία σε αριστούχους.

[λόγ. άριστ(α)2 + -ούχος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες