Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αριστουργηματικός
1 item total
αριστουργηματικός -ή -ό [aristurjimatikós] Ε1 : που έχει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός αριστουργήματος· αριστοτεχνικός: Tο κινηματογραφικό / θεατρικό έργο είχε αριστουργηματική σκηνοθεσία / ηθοποιία. αριστουργηματικά ΕΠIΡΡ κατά τρόπο αριστουργηματικό· αριστοτεχνικά: Ο επιθετικός παίκτης ξεπέρασε ~ την αντίπαλη άμυνα.

[λόγ. αριστουργηματ- (αριστούργημα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go