Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστοτέλειος
1 εγγραφή
αριστοτέλειος -α -ο [aristotélios] Ε6 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον Aριστοτέλη· αριστοτελικός. Aριστοτέλεια φιλοσοφία. || Aριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

[λόγ. < ελνστ. Ἀριστοτέλειος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες