Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αριστοκρατικότητα η [aristokratikótita] Ο28 : η ιδιότητα του αριστοκράτη ή του αριστοκρατικού: Έκανε εντύπωση με την ~ των τρόπων της.
[λόγ. αριστοκρατικ(ός) -ότης > -ότητα]