Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αριστεύω
1 item total
αριστεύω [aristévo] Ρ5.1α : είμαι ο πρώτος ή μεταξύ των πρώτων σε κάποια επίδοση· πρωτεύω. || (συνήθ. για εξετάσεις, διαγωνισμούς) βαθμολογούμαι με τον ανώτατο βαθμό, παίρνω άριστα: Aρίστευσε στις εξετάσεις για το πτυχίο.

[λόγ. < αρχ. ἀριστεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go