Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αριστερίστικος -η -ο [aristerístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον (πολιτικό) χώρο ομάδων ή κομμάτων της άκρας αριστεράς: Aριστερίστικες οργανώσεις / μέθοδοι / απόψεις.
[αριστερ(ός)ΙΙ -ίστικος]