Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αριστερίστικος
1 item total
αριστερίστικος -η -ο [aristerístikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον (πολιτικό) χώρο ομάδων ή κομμάτων της άκρας αριστεράς: Aριστερίστικες οργανώσεις / μέθοδοι / απόψεις.

[αριστερ(ός)ΙΙ -ίστικος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go