Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αριστερίζω
1 εγγραφή
αριστερίζω [aristerízo] Ρ2.1α : 1.κλίνω προς τις αριστερές ιδέες και πολιτικές θεωρίες. 2. κλίνω προς τις θέσεις και τις απόψεις της άκρας αριστεράς.

[λόγ. αριστερ(ός)ΙΙ -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες