Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρθρογραφώ [arθroγrafó] Ρ10.9α : γράφω άρθρα στον τύπο και κυρίως στις εφημερίδες: Aυτός ο δημοσιογράφος αρθρογραφεί τακτικά στον ημερήσιο τύπο.
[λόγ. αρθρογράφ(ος) -ώ]