Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αρεοπαγίτης ο [areopajítis] Ο10 : 1.ανώτατος βαθμός δικαστικού στο σημερινό Άρειο Πάγο. 2. (ιστ.) μέλος του Aρείου Πάγου στην αρχαία Aθήνα.
[λόγ. < αρχ. Ἀρεοπαγίτης (στη σημ. 2)]