Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αργόστροφος
1 item total
αργόστροφος -η -ο [arγóstrofos] Ε5 : που αργεί να αντιληφθεί, να κατανοήσει κτ. ANT εύστροφος: Tο μυαλό του είναι αργόστροφο.

[λόγ. αργο- + στροφ(ή) -ος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go