Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιωτικός
1 εγγραφή
αραιωτικός -ή -ό [areotikós] Ε1 : που προκαλεί αραίωση. || (ως ουσ.) το αραιωτικό, ουσία που χρησιμοποιείται κυρίως στη χρωματουργία για να κάνει τα χρώματα πιο εύχρηστα.

[λόγ. < ελνστ. ἀραιωτικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες