Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αραδιαστός
1 item total
αραδιαστός -ή -ό [araδjastós] Ε1 : τοποθετημένος στη σειρά, σε (ευθεία) γραμμή· αραδιασμένος. αραδιαστά ΕΠIΡΡ.

[αραδιασ- (αραδιάζω) -τός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go