Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αραβόφωνος
1 item total
αραβόφωνος -η -ο [aravófonos] Ε5 : που έχει ως μητρική γλώσσα την αραβική: Aραβόφωνοι πληθυσμοί. || (ως ουσ.) ο αραβόφωνος.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) -ο- + -φωνος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go