Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αραίωμα το [aréoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αραιώνω· αραίωση: Tο ~ της πλαστικής μπογιάς γίνεται με νερό. Tο ~ των δέντρων ενός πυκνού δάσους μειώνει τον κίνδυνο πυρκαγιάς.
[λόγ. < ελνστ. ἀραίωμα `αραιή σύσταση, κενό΄ κατά τη σημ. της λ. αραιώνω]