Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αράθυμος 1 -η -ο [aráθimos] Ε5 : (λαϊκότρ.) ράθυμος.
[μσν. αράθυμος (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ῥᾴθυμος `ελαφρόμυαλος΄ με ανάπτ. προτακτ. α- 3 από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [ena-ra > enara > en-ara] ]
- αράθυμος 2 -η -ο : (λαϊκότρ.) οξύθυμος, βίαιος.
[α- 1 ράθυμος (δες αράθυμος 1)]