Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αράδιασμα
1 item total
αράδιασμα το [aráδjazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) 1. τοποθέτηση σε σειρά ή σε (ευθεία) γραμμή: Tο ~ των βιβλίων μάς πήρε πολύ χρόνο. 2. διήγηση, έκθεση, απαρίθμηση με κάποια σειρά: H ιστορία δεν είναι ένα ξερό ~ ασύνδετων μεταξύ τους γεγονότων.

[αραδιασ- (αραδιάζω) -μα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go