Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απώτατος
1 εγγραφή
απώτατος -η -ο [apótatos] Ε5 : που βρίσκεται πολύ μακριά από τοπική ή χρονική άποψη: Στα απώτατα άκρα της γης. Στο απώτατο παρελθόν / μέλλον. ANT εγγύτατος.

[λόγ. επίθ. < αρχ. επίρρ. ἀπωτάτ(ω) `το πιο μακριά΄ -ος (αναδρ. σχημ.) κατά το απώτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες