Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απύλωτος -η -ο [apílotos] Ε5 : μόνο στην έκφραση απύλωτο στόμα, για κπ. που φλυαρεί συνεχώς για να κακολογήσει ή που βωμολοχεί συνεχώς: Aυτός έχει ένα απύλωτο στόμα / είναι απύλωτο στόμα. Δεν το κλείνει το απύλωτο το στόμα της.
[λόγ. < αρχ. ἀπύλωτος]