Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απύθμενος
1 εγγραφή
απύθμενος -η -ο [apíθmenos] Ε5 : 1.για να χαρακτηρίσουμε κτ. που έχει πάρα πολύ μεγάλο βάθος, έτσι ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν έχει πυθμένα, βυθό: Tα απύθμενα βάθη των ωκεανών. 2. (μτφ.) για ιδιότητα, συναίσθημα κτλ., κυρίως αρνητικό, που παρουσιάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, που έχει πολύ μεγάλη ένταση: Aπύθμενη βλακεία / επιπολαιότητα / κακία. Aπύθμενο μίσος.

[λόγ. < ελνστ. ἀπύθμενος `χωρίς βάση ή πάτο (για αγγείο)΄ σημδ. αγγλ. bottomless & συν. abysmal (< abyss < αρχ. ἄβυσσος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες