Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόχρωση η [apóxrosi] Ο33 : 1.παραλλαγή βασικού χρώματος: Στη φύση βρίσκουμε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Ο τοίχος είναι βαμμένος σε μια ανοιχτή ~ του μπλε. Ο ουρανός ήταν γαλάζιος με ρόδινες αποχρώσεις. || (επέκτ.) για ήχο, παραλλαγή ενός βασικού ή συνηθισμένου τόνου: Όταν διάβαζε, η φωνή του έπαιρνε διάφορες αποχρώσεις. 2. (μτφ.) για κτ. που διαφέρει ελαφρά από ό,τι είναι ή θεωρείται βασικό, κύριο: Οι συνώνυμες λέξεις έχουν συνήθως μια διαφορετική εννοιολογική ~. Yπήρχε μια ~ ειρωνείας στα λόγια του. Ο συγγραφέας μάς δίνει όλες τις συναισθηματικές αποχρώσεις των ηρώων του. || Εκπρόσωποι όλων των πολιτικών αποχρώσεων, των πολιτικών τάσεων, ρευμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόχρω(σις) `προσθήκη χρώματος΄ -ση σημδ. γαλλ. coloration]