Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απόχρεμψη η [apóxrempsi] Ο33 : η αποβολή με το βήχα των διάφορων εκκρίσεων από τους βρόγχους και από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόχρεμψις (-σις > -ση)]



