Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόστρατος
1 item total
απόστρατος -η -ο [apóstratos] Ε5 : που βρίσκεται σε αποστρατεία, που είναι αποστρατευμένος: Είναι ~. ~ συνταγματάρχης / αντιστράτηγος. || (ως ουσ.): Ένωση αποστράτων. Επαναφορά αποστράτων στην ηγεσία του στρατεύματος.

[λόγ. αποστρατ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go