Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόρροια
1 item total
απόρροια η [apória] Ο27 : το αποτέλεσμα του απορρέω, κατάσταση που θεωρείται φυσικό επακόλουθο κάποιας άλλης: H σημερινή οικονομική κρίση είναι ~ λανθασμένων εκτιμήσεων και επιλογών. Tα συμπεράσματά του είναι ~ της στοχαστικής του σκέψης.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρροια `ροή υγρού, κτ. που προέρχεται από΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go