Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απόπλυση
1 item total
απόπλυση η [apóplisi] Ο33 : (γεωλ.) η απομάκρυνση ευδιάλυτων ουσιών από το επιφανειακό στρώμα του εδάφους και η μεταφορά τους σε βαθύτερα στρώματα με τη βοήθεια του νερού της βροχής: ~ εδαφών.

[λόγ. αποπλύ(νω) -σις > -ση μτφρδ. γερμ. Auswaschung ή αγγλ. washout]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go