Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόληξη η [apóliksi] Ο33 : 1.το ακραίο, συνήθ. λεπτό τμήμα αντικειμένου: Aπολήξεις νεύρων, οι οποίες συλλαμβάνουν τα εξωτερικά ερεθίσματα. 2. έκβαση, τέλος: Συζητήσεις / διαπραγματεύσεις χωρίς ~, κατάληξη.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόληξις, αρχ. σημ.: `σταμάτημα΄ (-σις > -ση)]