Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόσκοπτος
1 εγγραφή
απρόσκοπτος -η -ο [apróskoptos] Ε5 : για κτ. που γίνεται χωρίς προσκόμματα, που δε συναντάει εμπόδια· ομαλός: H κυβέρνηση εγγυάται την απρόσκοπτη διεξαγωγή των εκλογών. Πρέπει να εξασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. απρόσκοπτα ΕΠIΡΡ: Tα προϊόντα διακινήθηκαν ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀπρόσκοπτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες