Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απρόβλεπτος
1 εγγραφή
απρόβλεπτος -η -ο [apróvleptos] Ε5 : που δεν τον έχουν προβλέψει ή που δεν μπορεί να τον προβλέψει κανείς: Ένας πυρηνικός πόλεμος θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την ανθρωπότητα. Tο θέμα είχε απρόβλεπτη εξέλιξη / συνέχεια. || (για πρόσ.): Είναι εντελώς ~, δεν μπορεί να προβλέψει κανείς τις αντιδράσεις του. απρόβλεπτα ΕΠIΡΡ: Εντελώς ~ παρουσιάστηκαν διάφορα εμπόδια.

[λόγ. α- 1 προβλέπ(ω) -τος μτφρδ. γαλλ. imprévu (διαφ. το συγγ. μσν. απρόβλεπτος `απερίσκεπτος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες