Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροχώρητο το [aproxórito] Ο41 : το σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί μια δυσάρεστη κατάσταση, όπου η αντίδραση, η έκρηξη είναι πολύ κοντά, κυρίως στις εκφράσεις φτάνω / φέρνω κπ. στο ~: H αγανάκτηση του κόσμου από τις συνεχείς ανατιμήσεις έχει φτάσει στο ~. Iσχυρίστηκε ότι τον σκότωσε, γιατί με τους εκβιασμούς του την είχε φέρει στο ~.
[λόγ. α- 1 προχωρη- (προχωρώ) -τον, ουδ. του -τος απόδ. νλατ. nec plus ultra ή μέσω του γαλλ. le nec plus ultra (με θετ. σημ.) (διαφ. το συγγ. μσν. απροχώρητος `που δεν παραχωρεί τίποτε΄)]



