Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απροφύλακτος
1 εγγραφή
απροφύλακτος -η -ο [aprofílaktos] & απροφύλαχτος -η -ο [aprofílaxtos] Ε5 : που δεν είναι προφυλαγμένος. απροφύλακτα & απροφύλαχτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀπροφύλακτος, αρχ. σημ.: `απρόβλεπτος΄· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες