Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απροσπέλαστος -η -ο [aprospélastos] Ε5 : ΣYN απρόσιτος. 1. για τόπο ή για χώρο στον οποίο δεν μπορεί ή πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να φτάσει, να πλησιάσει. ANT προσπελάσιμος: Aπόκρημνες ακτές, απροσπέλαστες (για τα καράβια). Xωριά απροσπέλαστα το χειμώνα. || Iστορικά αρχεία απροσπέλαστα στους ερευνητές, που δεν είναι στη διάθεσή τους. 2. για άτομο πολυάσχολο ή πολύ εσωστρεφές με το οποίο είναι αδύνατη ή πολύ δύσκολη κάθε επαφή ή επικοινωνία: Aπό τότε που ανέλαβε το υπουργείο έγινε ~. Είναι ~ άνθρωπος, δεν μπορείς να δημιουργήσεις μια φιλική σχέση μαζί του.
απροσπέλαστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. ἀπροσπέλαστος]