Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απροσμέτρητος
1 item total
απροσμέτρητος -η -ο [aprozmétritos] Ε5 : που δεν μπορεί να μετρηθεί, να υπολογιστεί· άπειρος: H απροσμέτρητη αγάπη του Θεού για τον άνθρωπο. Bάθος απροσμέτρητο.

[λόγ. α- 1 προσμετρη- (προσμετρώ) -τος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go