Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απρογραμμάτιστος -η -ο [aproγramátistos] Ε5 : ANT προγραμματισμένος. 1α. για κτ. που έγινε χωρίς να το έχουν προγραμματίσει, που είναι εκτός προγράμματος: H εμφάνιση του χορευτικού συγκροτήματος / η επίσκεψη στα μουσεία ήταν απρογραμμάτιστη. β. για κτ. που δεν το έχουν προγραμματίσει, καταρτίσει ή οργανώσει σωστά: H απρογραμμάτιστη ανάπτυξη της πόλης οδήγησε σε κυκλοφοριακό χάος. ~ σχεδιασμός. 2. για κπ. που ενεργεί χωρίς πρόγραμμα, χωρίς συντονισμό και σωστή ιεράρχηση των δραστηριοτήτων του.
απρογραμμάτιστα ΕΠIΡΡ. [λόγ. α- 1 προγραμματισ- (προγραμματίζω) -τος]