Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- απριλιάτικος -η -ο [aprilátikos] Ε5 : που έχει σχέση με τον Aπρίλιο, που ανήκει σε αυτόν ή που εμφανίζεται ή γίνεται κατά τη διάρκειά του: Aπριλιάτικες μέρες. Aπριλιάτικα λουλούδια / τριαντάφυλλα, που ανθίζουν τον Aπρίλιο.
[Aπρίλ(ης) -ιάτικος]



