Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: απραξία
1 item total
απραξία η [apraksía] Ο25 : απουσία δράσης, δραστηριότητας, αδράνεια: Ένας νέος δεν μπορεί να ζει μέσα στην ~. || έλλειψη εμπορικής κίνησης: H μεγάλη ~ στην αγορά οδήγησε πολλές επιχειρήσεις στη χρεοκοπία.

[λόγ. < αρχ. ἀπραξία]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go