Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχρωματίζω [apoxromatízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.αφαιρώ ή αλλοιώνω το χρώμα· ξεβάφω. 2. (μτφ.) αποχαρακτηρίζω κπ.
[λόγ. απο- χρωματίζω μτφρδ. γαλλ. décolorer (στη σημ. 1)]