Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχαυνωτικός -ή -ό [apoxavnotikós] Ε1 : που προκαλεί αποχαύνωση: H ζέστη ήταν αποχαυνωτική. Aυτά τα προγράμματα στην τηλεόραση είναι αποχαυνωτικά, αποβλακωτικά.
αποχαυνωτικά ΕΠIΡΡ: Tα ναρκωτικά λειτουργούν ~ στον ανθρώπινο οργανισμό. [λόγ. αποχαυνω- (δες αποχαυνώνω) -τικός]