Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αποχαρακτηρίζω [apoxaraktirízo] -ομαι Ρ2.1 : καταργώ ένα χαρακτηρισμό που δόθηκε σε κπ. ή σε κτ., συνήθ. από κάποια δημόσια αρχή. ANT χαρακτηρίζωβ: Ύστερα από τον εμφύλιο αποχαρακτηρίστηκαν πολλοί που είχαν χαρακτηριστεί ως κομμουνιστές. Tο κτίριο αποχαρακτηρίστηκε από διατηρητέο και κρίθηκε κατεδαφιστέο. Tο Yπουργείο Γεωργίας αποχαρακτήρισε την περιοχή που ήταν χαρακτηρισμένη ως δασική.
[λόγ. απο- χαρακτηρίζω]