Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αποφόρτιση
1 εγγραφή
αποφόρτιση η [apofórtisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφορτίζω. 1. (τεχν.) αφαίρεση ή απώλεια ηλεκτρικού φορτίου· εκφόρτιση. 2. (μτφ.) μείωση ή εξάλειψη της συναισθηματικής έντασης.

[λόγ. αποφορτι- (αποφορτίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. déchargement (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες