Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- αποφλοιώνω [apoflióno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ με μηχανικά μέσα τη φλούδα φυτού ή καρπού: Aποφλοιωμένο ρύζι. Aποφλοιωμένες ντομάτες σε κονσέρβα, ξεφλουδισμένες.
[λόγ. < ελνστ. ἀποφλοι(ῶ) -ώνω]



