Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: αποφλοιώνω
1 item total
αποφλοιώνω [apoflióno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ με μηχανικά μέσα τη φλούδα φυτού ή καρπού: Aποφλοιωμένο ρύζι. Aποφλοιωμένες ντομάτες σε κονσέρβα, ξεφλουδισμένες.

[λόγ. < ελνστ. ἀποφλοι(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go